καθιερωτής

καθιερωτής
καθιερωτής, ὁ (Α) [καθιερῶ]
κατηχητής, μυσταγωγός, αυτός που εισάγει, που μυεί σε θεία και ιερά πράγματα και έννοιες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”